- γογγροειδής
- γογγρο-ειδής, ές,A like a conger, Arist.HA505b9 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γογγροειδής — γογγροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με γόγγρο … Dictionary of Greek
γογγροειδεστέραν — γογγροειδεστέρᾱν , γογγροειδής like a conger fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)